- σχοινοειδῶν
- σχοινοειδήςlike a ropemasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δασυπώγων — ο (AM δασυπώγων) ο δασυγένειος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. δασυπώνων γένος δίπτερων εντόμων 2. γένος σχοινοειδών φυτών … Dictionary of Greek